- αστρατήγητος
- ἀστρατήγητος, ο (Α) [στρατηγώ]1. εκείνος που δεν χρημάτισε ποτέ στρατηγός2. ακατάλληλος για στρατηγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστρατήγητος — never having been general masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτως — ἀστρατήγητος never having been general adverbial ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατήγητον — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc sg ἀστρατήγητος never having been general neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτοις — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτους — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτων — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατήγητα — ἀστρατήγητος never having been general neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατήγητοι — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρατηγησία — ἀστρατηγησία, η [αστρατήγητος] η ακαταλληλότητα για το αξίωμα του στρατηγού … Dictionary of Greek